Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
View word page
βομβώδης
humming
ShortDef
humming
Debugging
Headword:
βομβώδης
Headword (normalized):
βομβώδης
Headword (normalized/stripped):
βομβωδης
IDX:
17509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17510
Key:
Data
{'content': 'humming'}