Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
βοόγληνος
βοοζύγιον
βοοθύτης
βόοκλεψ
βοοκλόπος
βοόκραιρος
View word page
βόμβυξ
silk-worm, deep-toned aulos, lowest note on aulos

ShortDef

silk-worm, deep-toned aulos, lowest note on aulos

Debugging

Headword:
βόμβυξ
Headword (normalized):
βόμβυξ
Headword (normalized/stripped):
βομβυξ
IDX:
17508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17509
Key:

Data

{'content': 'silk-worm, deep-toned aulos, lowest note on aulos'}