Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
βομβώδης
βόνασος
Βονωνία
βοοβοσκός
View word page
βομβυκίας
used for making deep-toned auloi
ShortDef
used for making deep-toned auloi
Debugging
Headword:
βομβυκίας
Headword (normalized):
βομβυκίας
Headword (normalized/stripped):
βομβυκιας
IDX:
17502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17503
Key:
Data
{'content': 'used for making deep-toned auloi'}