Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄβρων
ἀβρώς
ἀβρωσία
ἄβρωτος
Ἀβυδηνός
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
View word page
ἀβυρτακοποιός
making ἀβυρτάκη

ShortDef

making ἀβυρτάκη

Debugging

Headword:
ἀβυρτακοποιός
Headword (normalized):
ἀβυρτακοποιός
Headword (normalized/stripped):
αβυρτακοποιος
IDX:
174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-175
Key:

Data

{'content': 'making ἀβυρτάκη'}