Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
βομβυλιός
βόμβυξ
View word page
βόμβησις
buzzing: buzzing crowd

ShortDef

buzzing: buzzing crowd

Debugging

Headword:
βόμβησις
Headword (normalized):
βόμβησις
Headword (normalized/stripped):
βομβησις
IDX:
17498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17499
Key:

Data

{'content': 'buzzing: buzzing crowd'}