Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
βομβυλεύματα
View word page
βομβηδόν
buzzing, with a hum

ShortDef

buzzing, with a hum

Debugging

Headword:
βομβηδόν
Headword (normalized):
βομβηδόν
Headword (normalized/stripped):
βομβηδον
IDX:
17496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17497
Key:

Data

{'content': 'buzzing, with a hum'}