Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
βόμβος
βομβυκίας
βομβύκινος
βομβύκιον
βομβυκοειδής
View word page
βομβέω
to make a booming, humming noise, to sound deep

ShortDef

to make a booming, humming noise, to sound deep

Debugging

Headword:
βομβέω
Headword (normalized):
βομβέω
Headword (normalized/stripped):
βομβεω
IDX:
17495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17496
Key:

Data

{'content': 'to make a booming, humming noise, to sound deep'}