Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
βομβητής
βομβητικός
View word page
βόλος
a throw with a casting-net, a cast

ShortDef

a throw with a casting-net, a cast

Debugging

Headword:
βόλος
Headword (normalized):
βόλος
Headword (normalized/stripped):
βολος
IDX:
17490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17491
Key:

Data

{'content': 'a throw with a casting-net, a cast'}