Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἀθραγένη
ἀθράνευτος
ἄθραυστος
ἄθρεπτος
ἀθρέω
ἀθρήματα
ἀθρήνητος
ἀθρηνί
View word page
ἄθορος
deprived of sex

ShortDef

deprived of sex

Debugging

Headword:
ἄθορος
Headword (normalized):
ἄθορος
Headword (normalized/stripped):
αθορος
IDX:
1748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1749
Key:

Data

{'content': 'deprived of sex'}