Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
βόμβησις
View word page
βολλωτός
bulla) possessing knobs

ShortDef

bulla) possessing knobs

Debugging

Headword:
βολλωτός
Headword (normalized):
βολλωτός
Headword (normalized/stripped):
βολλωτος
IDX:
17488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17489
Key:

Data

{'content': 'bulla) possessing knobs'}