Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
βομβήεις
View word page
βόλιτον
cow-dung
ShortDef
cow-dung
Debugging
Headword:
βόλιτον
Headword (normalized):
βόλιτον
Headword (normalized/stripped):
βολιτον
IDX:
17487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17488
Key:
Data
{'content': 'cow-dung'}