Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
βομβηδόν
View word page
βολίτινος
of cow-dung

ShortDef

of cow-dung

Debugging

Headword:
βολίτινος
Headword (normalized):
βολίτινος
Headword (normalized/stripped):
βολιτινος
IDX:
17486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17487
Key:

Data

{'content': 'of cow-dung'}