Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
βομβαύλιος
βομβέω
View word page
βολιστικός
to be caught by the casting-net

ShortDef

to be caught by the casting-net

Debugging

Headword:
βολιστικός
Headword (normalized):
βολιστικός
Headword (normalized/stripped):
βολιστικος
IDX:
17485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17486
Key:

Data

{'content': 'to be caught by the casting-net'}