Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
βομβάξ
View word page
βόλιον
counter

ShortDef

counter

Debugging

Headword:
βόλιον
Headword (normalized):
βόλιον
Headword (normalized/stripped):
βολιον
IDX:
17483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17484
Key:

Data

{'content': 'counter'}