Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
βομβαλοβομβάξ
View word page
βόλιμοι
deferred, adjourned

ShortDef

deferred, adjourned

Debugging

Headword:
βόλιμοι
Headword (normalized):
βόλιμοι
Headword (normalized/stripped):
βολιμοι
IDX:
17482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17483
Key:

Data

{'content': 'deferred, adjourned'}