Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
βομβάζω
View word page
βολίζω
to heave the lead, take soundings

ShortDef

to heave the lead, take soundings

Debugging

Headword:
βολίζω
Headword (normalized):
βολίζω
Headword (normalized/stripped):
βολιζω
IDX:
17481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17482
Key:

Data

{'content': 'to heave the lead, take soundings'}