Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
βόλος
View word page
βολίζη
female slave
ShortDef
female slave
Debugging
Headword:
βολίζη
Headword (normalized):
βολίζη
Headword (normalized/stripped):
βολιζη
IDX:
17480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17481
Key:
Data
{'content': 'female slave'}