Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
βολοκτυπίη
View word page
βολή
a throw, the stroke
ShortDef
a throw, the stroke
Debugging
Headword:
βολή
Headword (normalized):
βολή
Headword (normalized/stripped):
βολη
IDX:
17479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17480
Key:
Data
{'content': 'a throw, the stroke'}