Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
βολλωτός
View word page
βολεών
dunghill
ShortDef
dunghill
Debugging
Headword:
βολεών
Headword (normalized):
βολεών
Headword (normalized/stripped):
βολεων
IDX:
17478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17479
Key:
Data
{'content': 'dunghill'}