Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
βόλιτον
View word page
βολέω
in perfect mp: to be stricken

ShortDef

in perfect mp: to be stricken

Debugging

Headword:
βολέω
Headword (normalized):
βολέω
Headword (normalized/stripped):
βολεω
IDX:
17477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17478
Key:

Data

{'content': 'in perfect mp: to be stricken'}