Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βολαῖος
βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
βολίτινος
View word page
βολετισμός
angling
ShortDef
angling
Debugging
Headword:
βολετισμός
Headword (normalized):
βολετισμός
Headword (normalized/stripped):
βολετισμος
IDX:
17476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17477
Key:
Data
{'content': 'angling'}