Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βοιωτός
βολαῖος
βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
βολιστικός
View word page
βολβωρυχέω
dig
ShortDef
dig
Debugging
Headword:
βολβωρυχέω
Headword (normalized):
βολβωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
βολβωρυχεω
IDX:
17475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17476
Key:
Data
{'content': 'dig'}