Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
βόλιον
βολίς
View word page
βολβώδης
bulbous

ShortDef

bulbous

Debugging

Headword:
βολβώδης
Headword (normalized):
βολβώδης
Headword (normalized/stripped):
βολβωδης
IDX:
17474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17475
Key:

Data

{'content': 'bulbous'}