Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοιωτιάζω
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
βολέω
βολεών
βολή
βολίζη
βολίζω
βόλιμοι
View word page
βολβός
a bulb
ShortDef
a bulb
Debugging
Headword:
βολβός
Headword (normalized):
βολβός
Headword (normalized/stripped):
βολβος
IDX:
17472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17473
Key:
Data
{'content': 'a bulb'}