Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοϊστί
βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιώταρχος
Βοιωτία
βοιωτιάζω
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
βολβάριον
Βόλβη
βολβίνη
βολβοειδής
βολβοκάστανον
βολβός
βολβοφακῆ
βολβώδης
βολβωρυχέω
βολετισμός
View word page
βολαῖος
violent
ShortDef
violent
Debugging
Headword:
βολαῖος
Headword (normalized):
βολαῖος
Headword (normalized/stripped):
βολαιος
IDX:
17466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17467
Key:
Data
{'content': 'violent'}