Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
Βοιόν
βοιόν
βοϊστί
βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιώταρχος
Βοιωτία
βοιωτιάζω
Βοιώτιος
Βοιωτιουργής
Βοιωτός
βολαῖος
View word page
βοϊστί
in ox-language

ShortDef

in ox-language

Debugging

Headword:
βοϊστί
Headword (normalized):
βοϊστί
Headword (normalized/stripped):
βοιστι
IDX:
17456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17457
Key:

Data

{'content': 'in ox-language'}