Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
Βοιόν
βοιόν
βοϊστί
βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιώταρχος
Βοιωτία
βοιωτιάζω
View word page
βοίδιον
dim. of βοῦς, little cow, ox
ShortDef
dim. of βοῦς, little cow, ox
Debugging
Headword:
βοίδιον
Headword (normalized):
βοίδιον
Headword (normalized/stripped):
βοιδιον
IDX:
17452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17453
Key:
Data
{'content': 'dim. of βοῦς, little cow, ox'}