Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
Βοιόν
βοιόν
βοϊστί
βοιωταρχέω
Βοιωτάρχης
Βοιωταρχία
Βοιώταρχος
View word page
βοιδάριον
dim. of βοῦς, cow

ShortDef

dim. of βοῦς, cow

Debugging

Headword:
βοιδάριον
Headword (normalized):
βοιδάριον
Headword (normalized/stripped):
βοιδαριον
IDX:
17450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17451
Key:

Data

{'content': 'dim. of βοῦς, cow'}