Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
ἀθορύβητος
ἀθόρυβος
ἀθραγένη
ἀθράνευτος
ἄθραυστος
ἄθρεπτος
View word page
ἀθλοφόρος
bearing away the prize, victorious

ShortDef

bearing away the prize, victorious

Debugging

Headword:
ἀθλοφόρος
Headword (normalized):
ἀθλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αθλοφορος
IDX:
1744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1745
Key:

Data

{'content': 'bearing away the prize, victorious'}