Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
Βοιόν
βοιόν
βοϊστί
View word page
βοθυνωτής
ditcher
ShortDef
ditcher
Debugging
Headword:
βοθυνωτής
Headword (normalized):
βοθυνωτής
Headword (normalized/stripped):
βοθυνωτης
IDX:
17446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17447
Key:
Data
{'content': 'ditcher'}