Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
Βοιόν
βοιόν
View word page
βόθυνος
hole, trench
ShortDef
hole, trench
Debugging
Headword:
βόθυνος
Headword (normalized):
βόθυνος
Headword (normalized/stripped):
βοθυνος
IDX:
17445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17446
Key:
Data
{'content': 'hole, trench'}