Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
βοίδης
βοίδιον
βόϊνος
View word page
βοθρόω
pitting

ShortDef

pitting

Debugging

Headword:
βοθρόω
Headword (normalized):
βοθρόω
Headword (normalized/stripped):
βοθροω
IDX:
17443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17444
Key:

Data

{'content': 'pitting'}