Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
βοιδάριον
View word page
βοθρίον
small trench

ShortDef

small trench

Debugging

Headword:
βοθρίον
Headword (normalized):
βοθρίον
Headword (normalized/stripped):
βοθριον
IDX:
17440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17441
Key:

Data

{'content': 'small trench'}