Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
Βοιβηΐς
Βοιβιάς
View word page
βοθρεύω
dig a trench
ShortDef
dig a trench
Debugging
Headword:
βοθρεύω
Headword (normalized):
βοθρεύω
Headword (normalized/stripped):
βοθρευω
IDX:
17439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17440
Key:
Data
{'content': 'dig a trench'}