Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
Βοίβη
View word page
βοητός
shouted

ShortDef

shouted

Debugging

Headword:
βοητός
Headword (normalized):
βοητός
Headword (normalized/stripped):
βοητος
IDX:
17437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17438
Key:

Data

{'content': 'shouted'}