Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
βοθυνωτής
View word page
βοητής
clamorous

ShortDef

clamorous

Debugging

Headword:
βοητής
Headword (normalized):
βοητής
Headword (normalized/stripped):
βοητης
IDX:
17436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17437
Key:

Data

{'content': 'clamorous'}