Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
βόθυνος
View word page
βόησις
cry, shout for assistance

ShortDef

cry, shout for assistance

Debugging

Headword:
βόησις
Headword (normalized):
βόησις
Headword (normalized/stripped):
βοησις
IDX:
17435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17436
Key:

Data

{'content': 'cry, shout for assistance'}