Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
βοθρόω
βοθύνιον
View word page
βοήροτος
ploughed by oxen
ShortDef
ploughed by oxen
Debugging
Headword:
βοήροτος
Headword (normalized):
βοήροτος
Headword (normalized/stripped):
βοηροτος
IDX:
17434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17435
Key:
Data
{'content': 'ploughed by oxen'}