Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
βοθροειδής
βόθρος
View word page
βοηλάτης
one that drives away oxen, a cattle-lifter
ShortDef
one that drives away oxen, a cattle-lifter
Debugging
Headword:
βοηλάτης
Headword (normalized):
βοηλάτης
Headword (normalized/stripped):
βοηλατης
IDX:
17432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17433
Key:
Data
{'content': 'one that drives away oxen, a cattle-lifter'}