Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
βοθρίον
View word page
βοηλασία
a driving of oxen, cattle-lifting
ShortDef
a driving of oxen, cattle-lifting
Debugging
Headword:
βοηλασία
Headword (normalized):
βοηλασία
Headword (normalized/stripped):
βοηλασια
IDX:
17430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17431
Key:
Data
{'content': 'a driving of oxen, cattle-lifting'}