Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
βοθρεύω
View word page
βοηθός
assisting, auxiliary

ShortDef

assisting, auxiliary

Debugging

Headword:
βοηθός
Headword (normalized):
βοηθός
Headword (normalized/stripped):
βοηθος
IDX:
17429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17430
Key:

Data

{'content': 'assisting, auxiliary'}