Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
βοητύς
View word page
βοηθόος
hasting to the battle-shout, hasting to battle
ShortDef
hasting to the battle-shout, hasting to battle
Debugging
Headword:
βοηθόος
Headword (normalized):
βοηθόος
Headword (normalized/stripped):
βοηθοος
IDX:
17428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17429
Key:
Data
{'content': 'hasting to the battle-shout, hasting to battle'}