Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
βοητός
View word page
Βοηθοΐδης
son of Boethoüs

ShortDef

son of Boethoüs

Debugging

Headword:
Βοηθοΐδης
Headword (normalized):
βοηθοΐδης
Headword (normalized/stripped):
βοηθοιδης
IDX:
17427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17428
Key:

Data

{'content': 'son of Boethoüs'}