Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
βοητής
View word page
βοηθητικός
ready
ShortDef
ready
Debugging
Headword:
βοηθητικός
Headword (normalized):
βοηθητικός
Headword (normalized/stripped):
βοηθητικος
IDX:
17426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17427
Key:
Data
{'content': 'ready'}