Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
βόησις
View word page
βοηθητέον
one must help
ShortDef
one must help
Debugging
Headword:
βοηθητέον
Headword (normalized):
βοηθητέον
Headword (normalized/stripped):
βοηθητεον
IDX:
17425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17426
Key:
Data
{'content': 'one must help'}