Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
βοήροτος
View word page
βοήθησις
aid, succour
ShortDef
aid, succour
Debugging
Headword:
βοήθησις
Headword (normalized):
βοήθησις
Headword (normalized/stripped):
βοηθησις
IDX:
17424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17425
Key:
Data
{'content': 'aid, succour'}