Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
βοηλατικός
View word page
βοηθήσιμος
curable
ShortDef
curable
Debugging
Headword:
βοηθήσιμος
Headword (normalized):
βοηθήσιμος
Headword (normalized/stripped):
βοηθησιμος
IDX:
17423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17424
Key:
Data
{'content': 'curable'}