Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
βοηλάτης
View word page
βοήθημα
resource
ShortDef
resource
Debugging
Headword:
βοήθημα
Headword (normalized):
βοήθημα
Headword (normalized/stripped):
βοηθημα
IDX:
17422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17423
Key:
Data
{'content': 'resource'}