Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
βοηλατέω
View word page
βοηθέω
to come to aid, to succour, assist, aid

ShortDef

to come to aid, to succour, assist, aid

Debugging

Headword:
βοηθέω
Headword (normalized):
βοηθέω
Headword (normalized/stripped):
βοηθεω
IDX:
17421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17422
Key:

Data

{'content': 'to come to aid, to succour, assist, aid'}