Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
βοηλασία
View word page
βοήθεια
help, aid, rescue, support

ShortDef

help, aid, rescue, support

Debugging

Headword:
βοήθεια
Headword (normalized):
βοήθεια
Headword (normalized/stripped):
βοηθεια
IDX:
17420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17421
Key:

Data

{'content': 'help, aid, rescue, support'}